Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τα όργανα του τύπου

  • 1 орган

    I орган м в рази. знач. το όργανο· \органы чувств τα όργανα της αίσθησης· \органы печати τα όργανα του τύπου· - законодательные \органы τα νομοθετικά όργανα II орган м муз. το όργανο
    * * *
    I `орган
    м в разн. знач.
    το όργανο

    органы чувствτα όργανα της αίσθησης

    органы печа́ти — τα όργανα του τύπου

    законода́тельные органы — τα νομοθετικά όργανα

    II орг`ан
    м муз.
    το όργανο

    Русско-греческий словарь > орган

  • 2 όργανο(ν)

    τό
    1) в разн. знач орган;

    αναπνευστικά όργανα — органы дыхания;

    νομοθετικά όργανα — законодательные органы;

    τα όργανα τού τύπου — органы печати;

    η «Πράβντα» όργανο(ν) της Κ. — Е. του ΚΚΣΕ « — Правда» — орган ЦК КПСС;

    2) перен. инструмент, орудие;

    όργανο(ν) ψυχρού πολέμου — орудие холодной войны;

    3) перен. агент, сотрудник (чаще тайный);

    όργανο(ν) της ασφάλειας — агент асфалии;

    τα όργανα της δικαιοσύνης (της ασφάλειας) — органы юстиции (асфалии);

    τα όργανα τού νόμου — стражи закона (о жандармах, судьях); — блюстители закона (уст., ирон.);

    τα όργανα της τάξεως — блюстители порядка (о полицейских, тж. ирон.);

    4) музыкальный инструмент;

    πνευστά (έγχορδα, κρουστά) όργανα — духовые (струнные, ударные) инструменты;

    παίζουν τα όργανα — играет музыка;

    με όργανα — с музыкой;

    5) муз. орган

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > όργανο(ν)

  • 3 όργανο(ν)

    τό
    1) в разн. знач орган;

    αναπνευστικά όργανα — органы дыхания;

    νομοθετικά όργανα — законодательные органы;

    τα όργανα τού τύπου — органы печати;

    η «Πράβντα» όργανο(ν) της Κ. — Е. του ΚΚΣΕ « — Правда» — орган ЦК КПСС;

    2) перен. инструмент, орудие;

    όργανο(ν) ψυχρού πολέμου — орудие холодной войны;

    3) перен. агент, сотрудник (чаще тайный);

    όργανο(ν) της ασφάλειας — агент асфалии;

    τα όργανα της δικαιοσύνης (της ασφάλειας) — органы юстиции (асфалии);

    τα όργανα τού νόμου — стражи закона (о жандармах, судьях); — блюстители закона (уст., ирон.);

    τα όργανα της τάξεως — блюстители порядка (о полицейских, тж. ирон.);

    4) музыкальный инструмент;

    πνευστά (έγχορδα, κρουστά) όργανα — духовые (струнные, ударные) инструменты;

    παίζουν τα όργανα — играет музыка;

    με όργανα — с музыкой;

    5) муз. орган

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > όργανο(ν)

См. также в других словарях:

  • θεμέλια της σχετικότητας του Αϊνστάιν — Εκτός από την κίνηση των υλικών σωμάτων, που ρυθμίζεται από τους νόμους της μηχανικής, υπάρχουν στη φύση και φαινόμενα κυματοειδούς τύπου. Ανάμεσα σ’ αυτά, τα ηχητικά κύματα μπορούν να αναχθούν σε τελευταία ανάλυση στην κίνηση των σωματιδίων… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»